σταυρικός

σταυρικός
-ή, -ό / σταυρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σταυρός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σταυρό τού Χριστού
2. αυτός που έχει σχήμα σταυρού
3. (για τον θάνατο ή το μαρτύριο) αυτός που γίνεται επάνω στον σταυρό, με τον σταυρό («τὸν Πέτρον τὸν σταυρικὸν ἀναδεξάμενον θάνατον», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
φρ. «σταυρικός ναός»
αρχιτ. ναός με σχήμα σταυρού, σταυρεπίστεγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σταυρικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με σταυρό: Σταυρικό σχήμα. 2. αυτός που έχει σταυροειδή στέγη, σταυροθόλωτος: Σταυρικοί ναοί. 3. «σταυρικός θάνατος», θανάτωση με σταύρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταυρικῶν — σταυρικός of fem gen pl σταυρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικόν — σταυρικός of masc acc sg σταυρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικοῖς — σταυρικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικοῦ — σταυρικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικούς — σταυρικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικῆς — σταυρικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικῇ — σταυρικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρική — σταυρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”